μουφλούζης

μουφλούζης
-α, -ικο (Μ μουφλούζης, -α, -ικο)
(ως επίθ. και ως ουσ.) χρεωκοπημένος, αυτός που έχει πτωχεύσει, που έχει καταρρεύσει οικονομικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. muflus].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μουφλούζης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.), αυτός που έχασε την περιουσία του, ο χρεοκόπος: Είναι μουφλούζης και ζητάει δανεικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουφλουζεύω — [μουφλούζης] γίνομαι μουφλούζης, χρεωκοπώ, πτωχεύω …   Dictionary of Greek

  • mofluz — MOFLÚZ, Ă, mofluji, ze, s.m. şi f., adj. 1. (înv.) (Om) falit; (om) sărăcit, ruinat; (om) sărac. ♢ expr. A ieşi (sau a rămâne) mofluz = a da faliment. 2. (Om) înşelat, păgubit; p. ext. (om) nemulţumit, dezamăgit, blazat. [pl. şi: mofluzi. – var …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”